Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

Γιατί υπάρχουμε;

Αυτό κι αν δεν είναι ερώτημα! Τι να απαντήσει κανείς; Ποια στοιχειοθετημένη απάντηση θα μπορούσε να παραθέσει κάποιος, όσες γνώσεις και αν κατέχει, όσο ψηλά και αν βρίσκεται στην κλίμακα της μόρφωσης και των γνώσεων; Καμία! Ακριβώς, καμία! Και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, το ερώτημα αυτό κατέχει μια άκρως προνομιούχα θέση στο πυρηνικό οπλοστάσιο του θεϊσμού. Είναι το απόλυτο διαλυτικό οποιασδήποτε προσπάθειας επιχειρηματολογίας.

Χμμμ, στοιχειοθετημένη απάντηση; Ο προσδιορισμός στοιχειοθετημένη ξενίζει βέβαια λιγάκι, αφού η απαίτηση για στοιχειοθέτηση φαίνεται να απευθύνεται μόνο στη μία πλευρά, αυτήν του ορθολογισμού και της επιστήμης. Ο πιστός, μέσω κάποιας αδιευκρίνιστης σύμβασης, δικαιούται ανά πάσα στιγμή να αναφέρει το θεό ως απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα, χωρίς να αισθάνεται υποχρεωμένος να στοιχειοθετήσει τίποτα απολύτως. Θεός, έτσι απλά! Εμείς το ονομάζουμε θεό; Και φυσικά μπορούμε όλοι να φανταστούμε πόσο εύκολη θα ήταν και η θέση της επιστήμης, αν την απαλλάσσαμε κατά τον ίδιον τρόπο από την ανάγκη της τεκμηρίωσης. Αλλά και πόσο άχρηστη θα ήταν η επιστήμη τελικά:
- Πάρε αυτό το φάρμακο, και θα γιατρευτείς από τον καρκίνο!
- Αλήθεια; Έχουν γιατρευτεί πολλοί;
- Όχι, είσαι ο πρώτος που θα το δοκιμάσει. Ήταν η χθεσινοβραδυνή μου έμπνευση για ένα κοκτέιλ με ασπιρίνη, κάλιο και δαμάσκηνα.

Η Ανάλυση του Ερωτήματος
Για να ξεκινήσουμε την απάντηση μας σε ένα τέτοιο ερώτημα, την ώρα δηλαδή που κινούμαστε στις εσχατιές της ανθρώπινης γνώσης και νόησης, καλό θα ήταν να μπορέσουμε αρχικά να αποσαφηνίσουμε λίγο περισσότερο την αναζήτηση μας. Και αυτό επειδή ακριβώς η αβασάνιστη διατύπωση της ερώτησης εξυπηρετεί μονάχα αυτόν ο οποίος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την απάντηση. Προσπαθώντας λοιπόν να κάνουμε λιγάκι πιο σαφές το ερώτημα, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι συνήθως οι ερωτήσεις που ξεκινάνε με το γιατί, ψάχνουν δύο πιθανές απαντήσεις σε μια δεδομένη κατάσταση, μία η οποία τοποθετείται χρονικά πριν από αυτήν την κατάσταση και συμπίπτει με την αιτία και μία η οποία τοποθετείται χρονικά μεταγενέστερα και συμπίπτει με τον σκοπό. Συνεπώς όταν κάποιος ρωτάει γιατί υπάρχουμε, με αυθεντικά μαθησιακή και όχι με εξυπνακίστικη διάθεση, διερευνά στην πραγματικότητα ένα εκ των δύο ερωτημάτων (ή και τα δύο) σχετικά με την ύπαρξη μας:
  1. Ποια αιτία οδήγησε στην ύπαρξη μας;
  2. Για ποιον σκοπό υπάρχουμε;

Θρησκεία = Μελλοντολογία
Αιτία και σκοπός λοιπόν, ή αλλιώς παρελθόν και μέλλον. Οι δύο έννοιες απασχολούσαν και απ’ ότι φαίνεται θα απασχολούν συνεχώς το ανθρώπινο μυαλό.

Ο Δανός φυσικός Niels Bohr (1885 - 1962) έχει πει:
Η πρόβλεψη είναι εξαιρετικά δύσκολη, ιδίως όταν αφορά το μέλλον!
Η σαρκαστική, στη διατύπωση της, ατάκα του Bohr, εκφράζει με τον πλέον απλό τρόπο τη δυσκολία του να μιλάμε για πράγματα που αφορούν το μέλλον. Προκειμένου να προχωρήσουμε σε μια ασφαλή πρόγνωση οποιασδήποτε μορφής για ένα συμβάν Α το οποίο θα λάβει χώρα μελλοντικά, πρέπει να γνωρίζουμε με ακρίβεια τους φυσικούς νόμους που θα προκαλέσουν το Α αλλά και τις αρχικές συνθήκες πάνω στις οποίες θα εφαρμοστούν αυτοί οι νόμοι. Ή να γνωρίζουμε με κάποιον τρόπο τις ακριβείς προθέσεις ενός εμπρόθετου φορέα. Με παράδειγμα, μπορώ να προβλέψω ότι ένα ποτήρι θα σπάσει επειδή βρέθηκε σε κάποια στιγμή να αιωρείται σε κάποιο ύψος (αρχικές συνθήκες) και επειδή υπόκειται στη δράση της βαρύτητας (φυσικός νόμος) θα συγκρουστεί με το έδαφος σε μια ανελαστική κρούση (φυσικός νόμος). Επίσης μπορώ να προβλέψω ότι ένα ποτήρι θα σπάσει επειδή γνωρίζω με σιγουριά ότι π.χ. ο Μάριος πηγαίνει να το σπάσει.

Η ιστορία της επιστήμης έχει μια μακρά παράδοση στην αποκάλυψη των αιτίων των φαινομένων. Σε ότι αφορά το παρελθόν, η επιστημονική μέθοδος έχει όλα τα εργαλεία στα χέρια της. Έχει τις αρχικές συνθήκες, έχει την εξέλιξη και διαδοχή των γεγονότων αλλά διαθέτει και το αποτέλεσμα. Κάθε συμβάν παρατηρείται, καταγράφεται, ταξινομείται βάσει των συνθηκών του περιβάλλοντος του και οργανώνεται με τέτοιον τρόπο ώστε να αναγνωρίζονται οι αιτίες που το αναπαράγουν. Το παρελθόν λοιπόν αποτελεί παραδοσιακά έναν στίβο στον οποίον η θρησκεία υποχωρεί συστηματικά κάτω από τις επιτυχίες της επιστήμης. Στην περίπτωση του μέλλοντος, τα πράγματα είναι σαφέστατα πιο δύσκολα, αφού απουσιάζει το αποτέλεσμα. Συν τοις άλλοις, όσο πιο μακριά προς το μέλλον τοποθετείται χρονικά ένα συμβάν, τόσο μεγαλύτερος χώρος υπάρχει ενδιάμεσα για τη δράση αστάθμητων παραγόντων που μπορούν διαταράξουν τις αρχικές συνθήκες και να επηρεάσουν την έκβαση του αποτελέσματος.

Στα μελλοντικά συμβάντα λοιπόν η επιστήμη, αν και έχει και πάλι να επιδείξει σημαντικές επιτυχίες, απέχει σημαντικά από την αυθεντία της απόλυτης πρόβλεψης αφήνοντας χώρο για τη θρησκεία. Η οποία θρησκεία απαντά, όχι βάσει των αρχών και των νόμων που διέπουν τη φύση, αλλά εισάγοντας έναν υπερφυσικό φορέα, το θεό, ένα ον με προθέσεις το οποίο αν και αδυνατεί να εξηγήσει τα αίτια, μπορεί πάντα να μας προσφέρει το σκοπό. Αφαιρέστε το σκοπό από τα γεγονότα, και μόλις σκοτώσατε τους θεούς.

Και από τη Θρησκεία στην Παράνοια
Εδώ είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι το ανθρώπινο είδος θεωρεί πως είναι ιδιαίτερα προνομιούχο σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα είδη πάνω στον πλανήτη. Πάσχει από μια ιδιαίτερη μορφή παράνοιας, η οποία οδηγεί τον άνθρωπο να πιστεύει ότι τα φαινόμενα που συμβαίνουν γύρω του είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ίδια του την ύπαρξη, όλα συμβαίνουν για κάποιον σκοπό. Οι οφθαλμοφανείς εξηγήσεις δεν φαίνεται να τον καλύπτουν. Μια αλληλουχία από οφθαλμοφανή λογικά βήματα, τα οποία συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εξήγηση, είναι η εξής:
  1. Όλα τα συμβάντα συμβαίνουν κάπου, σε ένα σημείο του χώρου και του χρόνου.
  2. Ο άνθρωπος εφόσον υπάρχει, πρέπει να υπάρχει κάπου, σε ένα σημείο του χώρου και του χρόνου.
  3. Από τα αναρίθμητα συμβάντα, κάποια είναι λογικό να λαμβάνουν χώρα στον ίδιο τόπο και χρόνο στον οποίον υπάρχει ο άνθρωπος.
Φυσικά η συνύπαρξη μη νοημόνων αντικειμένων με τα γεγονότα δεν φαίνεται να απασχολεί εξίσου τα μη νοήμονα αντικείμενα· αυτά είναι ιδιαίτερα καλόβολα! Το πρόβλημα της αρμονικής συνύπαρξης με τα γεγονότα φαίνεται να είναι εγγενές της νόησης. Το θεϊστικό σύμπαν είναι άκρως συνωμοτικό και καθόλου φιλικό προς τον άνθρωπο, αφού τα πάντα γίνονται για κάποιο σκοπό, σύμφωνα με τη θεία βούληση και το προκαθορισμένο θείο σχέδιο. Δρόμος και βροχή. Γιατί βρέχεται ο δρόμος όταν πέφτει βροχή; Η απάντηση φαντάζει αυτονόητη· επειδή ο δρόμος βρέθηκε στον ίδιο τόπο και χρόνο με τη βροχή. Και κάπως έτσι ο δρόμος και η βροχή πορεύονται αρμονικά και συμφιλιωμένα μέσα στο σύμπαν. Γιατί μας χτύπησε όμως το τσουνάμι; Ααα, εδώ πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε κάποιος σκοπός και ας σφυρίζει το τσουνάμι αδιάφορα...

Τη συμφιλίωση μας με το υπόλοιπο σύμπαν έρχεται να προάγει η Ασθενής Ανθρωπική Αρχή καταρρίπτοντας τις θεϊστικές θεωρίες συνωμοσίας οι οποίες εστιάζονται κυρίως στην αναζήτηση του γιατί, όσον αφορά την τιμή που έχουν ορισμένες σταθερές στη φύση (π.χ. η κοσμολογική σταθερά). Η Ασθενής Ανθρωπική Αρχή λοιπόν αναφέρει ότι:
Το Σύμπαν είναι έτσι όπως είναι γιατί αν ήταν αλλιώς δεν θα υπήρχαμε για να το παρατηρήσουμε.
Ειρωνία; Κάθε άλλο. Απλή κατάθεση σεβασμού στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη η οποία είναι συμβατή μόνο με αυτό το σύμπαν. Η ύπαρξη είναι η απαρχή κάθε σοβαρής κουβέντας!

Η Αλαζονεία ως Μητέρα της Ανθρώπινης Βλακείας
Από τη δική του μεριά ο Γερμανός μαθηματικός και φιλόσοφος Gottfried Leibniz (1646 - 1716) έχει πει:
Υπάρχουν δύο τύποι δηλώσεων, οι αναγκαστικά αληθείς και οι όχι αναγκαστικά αληθείς.
Η δήλωση "Όλοι οι αγράμματοι δεν γνωρίζουν γράμματα" είναι μια δήλωση αναγκαστικά αληθής, ενώ η δήλωση "Ο Μάκης παίζει μπάσκετ με τους φίλους του" είναι μια όχι αναγκαστικά αληθής δήλωση. Προεκτείνοντας τον συλλογισμό του Leibniz μπορούμε να χωρίσουμε και τις ερωτήσεις σε εξ’ ορισμού ηλίθιες και σε όχι αναγκαστικά ηλίθιες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι ερωτήσεις οι οποίες διερευνούν την αλήθεια ή μη μιας αναγκαστικά αληθούς δήλωσης και στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν όλες οι υπόλοιπες. Για παράδειγμα, η δήλωση "τα κορίτσια δεν είναι αγόρια" είναι μια αναγκαστικά αληθής δήλωση. Συνεπώς η ερώτηση "γιατί τα κορίτσια δεν είναι αγόρια;" είναι μια εξ’ ορισμού ηλίθια ερώτηση. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε πλήθος εξ’ ορισμού ηλίθιων ερωτήσεων όπως "γιατί οι σκύλοι δεν είναι γάτες;", "γιατί κρυώνω όταν κάνει κρύο;" ή "γιατί δεν πεινάω όταν χορταίνω;" και να διασκεδάζουμε με την αφέλεια του ερωτώντος. Και αυτό γιατί οι συγκεκριμένες ερωτήσεις αποτυγχάνουν να συμπεριλάβουν την έννοια της προϋπόθεσης. Το να μην πεινάω π.χ. είναι προϋπόθεση προκειμένου να είμαι χορτάτος.

Πολλά πράγματα αποτελούν προϋποθέσεις για διάφορα άλλα. Και το βασικό ερώτημα είναι: Υπάρχει άραγε κάποια απόλυτη προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να συμβεί οποιοδήποτε γεγονός; Φυσικά και υπάρχει! Λέγεται ύπαρξη και όπως τονίσαμε και προηγουμένως, η ύπαρξη είναι η απαρχή κάθε σοβαρής κουβέντας. Είναι φύσει αδύνατο και άνευ νοήματος να αναζητήσουμε οποιαδήποτε πληροφορία για κάτι που δεν υπάρχει! Για την ακρίβεια, η μοναδική κουβέντα που γίνεται για πράγματα που δεν υπάρχουν, λαμβάνει χώρα μόνο στις θεολογίες και στα παραμύθια. Με τη μόνη διαφορά ότι τα δεύτερα δεν εκλαμβάνονται ποτέ ως σοβαρές κουβέντες.


Με την ύπαρξη συνεπώς ως απόλυτο δεδομένο και προϋπόθεση, μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε στις εξής επιμέρους απαντήσεις:

Η Αιτία
Η ερώτηση "γιατί υπάρχουμε;", όταν αναφέρεται στην αιτία της ύπαρξης μας, εντάσσεται αυτόματα στις εξ’ ορισμού ηλίθιες ερωτήσεις και απαντάται με το "επειδή υπάρχουμε" κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίον η ερώτηση "γιατί τα κορίτσια δεν είναι αγόρια;" απαντάται με το "επειδή είναι κορίτσια". Με την ύπαρξη ξεκινάνε τα πάντα, ακόμα και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις. Και αν δεν υπήρχαμε, το ερώτημα δεν θα μπορούσε καν να τεθεί, ώστε μια τέτοια ερώτηση να μην καθίσταται αυτοεξηγούμενη.

Ο Σκοπός
Από την άλλη μεριά η ερώτηση "γιατί υπάρχουμε;", όταν αναφέρεται στον σκοπό της ύπαρξης μας, έχει ως απόλυτα αποδεκτή απάντηση το συγκριτικό "για τον ίδιο λόγο που ο δρόμος βρέχεται όταν βρέχει και δεν έχει την απαίτηση για περαιτέρω εξηγήσεις από τον θεό των δρόμων, κατεβείτε τώρα παρακαλώ από το καλάμι σας". Το γεγονός ότι αναρωτιόμαστε για κάτι δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι αυτό το κάτι είναι έγκυρο. Και η ύπαρξη μας στον κόσμο έχει τον ίδιο σκοπό με την ύπαρξη ενός βράχου μέσα στη θάλασσα. Κανέναν. Ο σκοπός προϋποθέτει ως κινητήρια δύναμη κάποιον νου με προθέσεις και με σχέδιο και δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη για τη δράση κάποιου τέτοιου νου. Το αντίστροφο, δηλαδή η απαίτηση για έναν σκοπό προκειμένου να στηρίξουμε τους ισχυρισμούς μας για έναν θεϊκό νου, είναι εντελώς παράλογο.

Και μια 3η Εκδοχή
Χαριτολογώντας το "γιατί υπάρχουμε;" αποκτάει κάποιο νόημα μόνο αν αντιμετωπιστεί ως συναισθηματική ερώτηση. Αλλά σε μια τέτοια ερώτηση φυσικά δεν υπάρχει καμία απολύτως υποχρέωση για μια πραγματική και αληθινή απάντηση. Η απάντηση, για την ακρίβεια, θα μπορούσε να είναι εξίσου συναισθηματική και ανάλογη με τη στιγμιαία ψυχοσύνθεση του καθενός, πράγμα που με τη σειρά του οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε αδιέξοδες συζητήσεις. Για παράδειγμα ο πρωθυπουργός Γιωργάκης της Ελλάδας του ΔΝΤ, κάτω από τον νταλκά της ανεύρεσης χρημάτων, θα μπορούσε να απαντήσει εκ του πονηρού:
- Υπάρχουμε για να πληρώνουμε τους φόρους μας!
με την πληρωμένη ανταπάντηση:
- Καλά. Παίξε τώρα με το ποδήλατο σου, αλλά μη βγάλεις πάλι τις βοηθητικές και χτυπήσεις.

Κουβέντα να γίνεται δηλαδή.





Share: