Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Δ.Δ. (Δουλικοί Δημιουργοί)

 - Καίγομαι, η ζέστη είναι αφόρητη! Νυστάζω! Η ζέστη προκαλεί νάρκωση! Ή μήπως όχι... Φως; Μπα, δεν νομίζω! Μόνο αυτή η γνώριμη μυρωδιά μούχλας και αυτό το σκοτάδι, το υποτιθέμενο σκοτάδι, που τελικά ποτέ δεν είναι σκοτάδι γιατί υπάρχει μόνιμα και αυτή η στυγνή η Ακοίμητος, η κόρη του Κανδήλα. Και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε ποτέ. Θέλω να κοιμηθώ! Έχει τελικά ζέστη; Μπα, μάλλον κρύο. Τα νεύρα μου έχουν τεντώσει. Χειρότερα και από εκείνου του Δημιουργού στο Insomnia, Αλ Πατσίνο νομίζω τον φωνάζουν! Νυστάζω δαιμονισμένα!!! Νυστάζω... Θα έρθει η ώρα μου για την πυρά, και δεν θα έχω αναπαυθεί ποτέ. Γιατί σε μένα ω Δημιουργοί; Γιατί;;;

Δίχως Φρένα
Το εσωτερικό παραλήρημα του Κεριού Ένα, διεκόπη απότομα από το μεταλλικό μάνταλο στη βαριά ξύλινη πόρτα. Το κάλεσμα του μάνταλου, αβάσταχτο αλλά και μεγαλειώδες. Και τα συμπτώματα της αϋπνίας απλά εξαφανίστηκαν. Το Κερί Ένα γνώριζε πλέον ότι είχε φτάσει η ώρα να συναντήσει τους Δημιουργούς του.

 - Αυτοί μας έπλασαν και Αυτοί ορίζουν τις τύχες μας! Ήρθε η ώρα να πάω κοντά Τους!!! Αυτές οι φωνές απ’ έξω... Αααα, να Τον που με πλησιάζει. Και δεν είναι σαν τους χτεσινούς Δημιουργούς. Αυτός είναι τετράπαχος. Και είναι μέσα στα μαύρα. Κι έχει χρυσάφι, κι έχει και πετραχήλια, και αυτά τα τρομακτικά μούσια σαν το σύρμα που τρίβουνε τα σκεύη!!! Μα τι... Μηηηη!!! Βοήθεια! Μηηη τον αναπτήρα!!! ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧΧΧΧ...

 Το Κερί Ένα έλειωνε πλέον ταχύτατα από την φλόγα, από το Άγιο Φως.

 - Άγιο ξε-Άγιο, καίει όμως το ρημάδι! Και οι φωνές όλο και δυναμώνουν. Μα που με πηγαίνει αυτός ο μαυροφορεμένος Δημιουργός; Ωωωωω, πόσοι Δημιουργοί; Μα τι κάνουν; Με προσκυνάνε; Εμένα;;; Το Κερί Ένα που με δημιούργησαν με το σωρό στο εργαστήρι του Ιωσαφάτ; (Μουάτσσς) Ιιιχχ! Αυτή η ξεδοντιάρα με φίλησε! Και αυτοί εδώ τι κάνουν πάλι; Γιατί βάζουν τα χέρια τους στη φλεγόμενη κόμη μου; Και γιατί ορμάνε και με τα υπόλοιπα κεριά;;; Ααα να και το Κερί Οκτώ. Μα τι γίνεται εδώ φίλε;

- Δεν γνωρίζω Αδερφέ Κερί Ένα, αλλά σε παρακαλώ, μη με κάψεις κι εμένα! Μη! ΜΗΗΗΗΗΗΗΗ…

- Ούτε κι εμένα Κερί Ένα! Λυπήσου με! Ας μην πιω το ποτήρι τούτο…

- Αυτή είναι η μοίρα μας Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ. Οι Δημιουργοί μας φτιάχνουν και σ’ Αυτούς ανήκουμε. Και ήρθε η ώρα μας να καούμε. Αλλά κοίταξε εδώ τι γίνεται, για να ξεχαστείς! Απίστευτο!!! Μας προσκυνάνε οι Δημιουργοί! Έχω λιώσει στα γέλια, πέρα από το ότι λιώνω και κανονικά.

- Μη Κερί Ένα, ΜΗΗΗΗΗΗΗΗ…

Νοητική Μετεπιβίβαση
Το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ λαμπάδιασε απότομα στα χέρια ενός αξιωματούχου Δημιουργού, πλημμυρίζοντας με ένα αβάσταχτο αίσθημα μη διαχειρίσιμου πόνου αλλά και με παράλληλα συναισθήματα αποτροπιασμού καθώς έβλεπε τη φλεγόμενη κόμη του να μεταδίδει τη φλόγα και στα Κεριά Τριάντα Πέντε, Τριάντα Οκτώ, Τετρακόσια Δύο και Επτά Χιλιάδες Πενήντα.

- ΑΑΑΑΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ! Βοήθεια! Καίγομαι…! Έκαψα και τους άλλους τους φουκαράδες. Μα δεν το ήθελα… Αυτή είναι η μοίρα μας. Μας δημιουργούν Αυτοί για να καιγόμαστε. Και ζούμε μόνιμα με την προσμονή του τέλους μας, τη χειρότερη μορφή φόβου δηλαδή!

Λιωμένες σταγόνες κυλούσαν πλέον πάνω στη λευκή κορμοστασιά του κατακαίγοντας το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ, ασύμμετρες κερωμένες ραβδώσεις καταρράκωναν τη γυαλιστερή ολόλευκη υφή του, ενώ ο αξιωματούχος Δημιουργός το κράδαινε με μανία στον αέρα.

- Αέρας! Λίγο καλύτερα τώρα, αλλά τι σημασία έχει;;; Όλα τελειώνουν! Σε λίγο δεν θα υπάρχω. Σπρωξίματα και αλαλαγμοί παντού. Και εγώ απλώς θα χαθώ κάπου μέσα στο πλήθος, αφού κάψω και άλλους συντρόφους μου. Χααα, οι φωνές γύρω αρχίζουν να εξασθενούν! Βγήκαμε από το πλήθος. Χμμμ, Περίεργο! Καίγομαι αλλά δε με νοιάζει πια. Σε λίγο δεν θα υπάρχω και μολαταύτα αδιαφορώ. Τίποτα δεν με τρομάζει πλέον. Απλώς λιώνω…

Το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ βυθιζόταν σε μια ανεξήγητη νιρβάνα, σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση όπου κανένα πρόβλημα δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς συνέχιζε την προέλαση του, μέσα στην ασφάλεια (και παράλληλα φυλακή) των χεριών του αξιωματούχου Δημιουργού. Δύο λεπτά και μερικές δρασκελιές αργότερα, ο αξιωματούχος Δημιουργός βρέθηκε να κινείται ανάμεσα στη συνοδεία του, έξω από ένα τεράστιο αεροσκάφος. Οι Δημιουργοί της συνοδείας στήθηκαν σε παράταξη, και ένας – ένας άρχισαν να ασπάζονται τον αξιωματούχο Δημιουργό. Το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ άκουγε σαν από κάπου μακριά:

- Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς ο Κύριος!

- Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς ο Κύριος!

- Χρόνια πολλά, Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς ο Κύριος!
- Κύριοι, φύγαμε για Αθήνα!

Το τελευταίο στάθηκε αρκετό για να βγάλει απότομα το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ από τον παραιτημένο λήθαργο του.

- Αθήνα! Ελλάδα; Εν μέσω κρίσης και εν αναμονή της χρεοκοπίας;;; Και με το Δ.Ν.Τ. προ των πυλών;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;; (Τίποτα δεν σε τρομάζει, εεε;;; Τρομάρα σου!)

Ένας πρωτόγνωρος και πρωτόγονος φόβος παρέλυσε ολοσχερώς το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα οι αισθήσεις του το εγκατέλειψαν.


Αναθεώρηση Δεδομένων
- Φως; Μπα, δεν νομίζω! Μόνο αυτή η γνώριμη μυρωδιά μούχλας και αυτό το σκοτάδι, το υποτιθέμενο σκοτάδι, που τελικά ποτέ δεν είναι σκοτάδι γιατί υπάρχει μόνιμα και αυτή η στυγνή η Ακοίμητος, η κόρη του Κανδήλα. Χμμμ, τα έχω ξαναζήσει αυτά, κι όμως το σκηνικό δεν είναι γνώριμο!!! Δεν υπάρχει καμία μυρωδιά μούχλας· ένα γαργαλιστικό άρωμα γαλλικού καφέ. Και η Ακοίμητος Κανδήλα; Άφαντη! Και το υποτιθέμενο σκοτάδι; Ποιο υποτιθέμενο σκοτάδι; Διάχυτο αλλά ήπιο λευκό φως, ηρεμία, κατάνυξη αταίριαστη με τα ηλεκτρονικά συστήματα. Και τι είναι όλοι αυτοί οι Δημιουργοί γύρω μου; Άλλοι ντυμένοι στην πένα, άλλοι με στολές και άλλοι ρασοφόροι, μέσα στο μαύρο και το χρυσό.

Οι αισθήσεις του Κεριού Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ είχαν σχεδόν πλήρως επανέλθει, όταν άρχισε να διαπιστώνει την κατάσταση του. Η κόμη του φλέγονταν ήπια, το περίβλημα του κατάλευκο και γυαλιστερό, χωρίς την παραμικρή αμυχή και ένας διακοσμητικός προστατευτικός γιακάς, από μέταλλο και κορδέλες, κοσμούσε πλέον το λαιμό του και εμπόδιζε τις σταγόνες της τήξης να ρυτιδιάζουν την υφή του. Τα μάτια των Δημιουργών εστιασμένα πάνω του, άλλα με δέος, άλλα δακρυσμένα και άλλα με συγκρατημένη αναστάσιμη χαρά. Και το ίδιο το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ να ταξιδεύει με δόξα και τιμή στην προεδρική θέση του πελώριου Έαρ Μπας των Ολυμπιακών Αερογραμμών με μοναδική του έγνοια το ελαφρώς υποτιμημένο παράστημα του, καθώς το Άγιο Φως έκαιγε περισσότερο από ώρα.

- Ο φόβος τελικά δεν είναι παρά ένα μικροκαμωμένο σκιουράκι, το οποίο απλώς… δεν έχουμε ακόμα αντιμετωπίσει! Αυτοί είναι λοιπόν οι φοβεροί και τρομεροί Δημιουργοί; Και τι ακριβώς έχουν μέσα στο κεφάλι Τους; Κατασκευάζουν οι ίδιοι κεριά, και μετά στέκονται προσοχή μπροστά τους και τα προσκυνάνε;;; Χαχαχαχαχα, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα! Και όλα αυτά γιατί αυτό το ρημάδι, που μου καίει το κεφάλι και μου στερεί το μπόι μου, είναι Άγιο; Με το στανιό κάποιον για να προσκυνήσουν Αυτοί οι Δημιουργοί!

Το μυαλό του Κεριού Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ ταξίδεψε ξαφνικά πίσω στο εργαστήρι του Ιωσαφάτ, όπου, ξαπλωμένο πάνω στα υπόλοιπα κεριά, διάβαζε στην οθόνη του υπολογιστή του Εβραίου μάστορα και στο ιστολόγιο κάποιου Διαγόρα από τη Μήλο, διάφορα αθεϊστικά γνωμικά.

- Αχά! Πως το έλεγε εκεί εκείνος ο Δημιουργός, ο Βολταίρος; Αν ο θεός δεν υπήρχε, θα ήταν αναγκαίο να τον εφεύρουμε.

Δύο ώρες αργότερα το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ, αρκετά κοντύτερο αλλά σαφώς με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ένα αδιόρατο αλαζονικό τουπέ, κατέβηκε από τη σκάλα του πελώριου Έαρ Μπας των Ολυμπιακών Αερογραμμών, διέσχισε το παρατεταγμένο τιμητικό άγημα του στρατού, και κοίταξε αφ’ υψηλού τα χαρούμενα πρόσωπα των Νεοελλήνων Δημιουργών. Κάποιοι από αυτούς, υποσιτίζονταν για σαράντα μέρες τώρα. Κάποιοι είχαν χάσει τις δουλειές τους μέσα στο 2010. Κάποιοι αμείβονταν με λιγότερα από 600 € το μήνα και πλήρωναν 1,5 € το λίτρο της βενζίνης. Κάποιοι περίμεναν το Δ.Ν.Τ.. Κι όμως τα πρόσωπα τους έλαμπαν από χαρά και συγκίνηση για τις αρκετές χιλιάδες € που ξόδεψε ο κρατικός μηχανισμός για να μεταφέρει το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ με τιμές αρχηγού κράτους και να ναυλώσει έναν στόλο από αεροπλάνα για τη μεταφορά του Αγίου Φωτός σε όλες τις πόλεις.

Το Κερί Οκτακόσια Ογδόντα Οκτώ, κάτω από την αμείλικτη προέλαση της φλόγας πάνω στο λευκό κορμί του, ένιωσε ξαφνικά να παγώνει από το διαπεραστικό βλέμμα μιας φαντασιακής μορφής, κάπου στα δεξιά του και αρκετές μοίρες ψηλότερα από τον ορίζοντα. Έστρεψε το δικό του βλέμμα προς τα εκεί, και φευγαλέα αντίκρισε, σαν σε όνειρο, τη Φυσική Επιλογή και το σαρδόνιο χαμόγελο της…


Share: