Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Νότης Μπατσής

Ενυπόγραφο το σημερινό άρθρο, οπότε επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Είμαι ο Ανδρέας Μπατσής.

Μου φαίνεται αδιανόητο αυτό που πήγε και έκανε ο πατέρας μου. Αδιανόητο!

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Νότης Μπατσής. Καθηγητής φυσικός. Θέλετε να σας τον περιγράψω με 5 λέξεις; Ιστιοπλοΐα, θάλασσα, De Mar A Mar, Ναυτικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, βουτιά. Ό,τι αγάπησε, όλα όσα κατάφερε να δαμάσει, όλα σε όσα κατάφερε να κατακτήσει τον απεριόριστο σεβασμό όλων, βρίσκονται μέσα σ’ αυτές τις 5 λέξεις. Αναρίθμητοι αγώνες στη θάλασσα, τεράστια συλλογή από κύπελλα, δύο φορές τον διάπλου του Ατλαντικού με ιστιοφόρο. Την πρώτη φορά (1981), με πυρκαγιά καταμεσής στον ωκεανό, η οποία κατέστρεψε ολοσχερώς όλα τα όργανα του σκάφους. Τις εποχές που δεν υπήρχαν κινητά και τηλεπικοινωνίες. Και η επιστροφή στο σπίτι έγινε με έναν εξάντα, τα άστρα και πολλά καντάρια αστρονομική ναυτιλία.

Οι εικόνες μου απ’ τα παιδικά μου χρόνια περιλαμβάνουν πολλή αντισυμβατικότητα, χιούμορ, αλμύρα και ήλιο, το πολύ μεγάλο άλμα του με το οποίο με κούρντιζε από πιτσιρικά όταν πηδούσε ξυπόλητος μέσα στο σπίτι και ακουμπούσε με την παλάμη του το ταβάνι, κλασική μουσική, εφαρμοσμένη επιστήμη, κόμπους με σκοινιά και δύο πολύ χαρακτηριστικές (στη λογική τους) φράσεις με τη βαριά φωνή του:

- Βούτα ρε κονιόρδε, δεν έχεις ανάγκη.

- Να μην ζητάς έτοιμη τη λύση κύριε. Να μάθεις να μπορείς να αντιμετωπίζεις τα πάντα μόνος σου.

Ζωή γεμάτη περιπέτεια και γνώση. Και, εικάζω, μόνο με συμπάθειες και συναισθήματα αγάπης από τον περίγυρό του.

Τα τελευταία τέσσερα χρόνια υπήρξαν αρκετά δύσκολα. Αρχικά, μέσα σε ενάμιση χρόνο έβγαλε μαζεμένα όσα προβλήματα υγείας είχε καταφέρει να προσπεράσει σε όλη του τη ζωή. Με δύο επεμβάσεις (όχι τίποτα το συγκλονιστικό πάντως) και πολλά μπες – βγες στα νοσοκομεία. Μόλις ανέκαμψε πλήρως η υγεία του, σειρά πήρε η μητέρα μου. Η οποία απεβίωσε τελικά, μετά από έναν χρόνο μπες – βγες στα νοσοκομεία κι αυτή, πέρσι τον Αύγουστο. Το διάστημα αυτό του προκάλεσε πολύ εκνευρισμό και άρνηση. Ξαφνικά αρνήθηκε να κάνει ακόμα και στοιχειώδη πράγματα (όπως περπάτημα) προκειμένου να ξαναστήσει το μυϊκό του σύστημα. Με αποτέλεσμα, αρχικά να κλειστεί κατά κύριο λόγο μέσα στο σπίτι και στη συνέχεια να αποκτήσει ένα ελαφρώς ασταθές βάδισμα, όταν άρχισε να ακολουθεί επιτέλους έξω σε ψώνια, φαγητό, στον Ναυτικό Όμιλο για βόλτες και για να δει τα εγγόνια του να παίζουν τένις.

Όταν έφτασε ο κορονοϊός και η καραντίνα, και παρά τους δικούς μου φόβους για το ενδεχόμενο να ξανακλειστεί μέσα, το αντιμετώπισε όχι μόνο ψύχραιμα, αλλά και με την ψυχολογία του προοδευτικά να επιστρέφει στα παλιά.

Ιούλιος 2020. Αγοράζει επιτέλους κινητό αυτού του αιώνα. Και μου ζητάει να πάμε να αγοράσουμε μαζί βερμούδα army με τσέπες, για να μπορεί να κυκλοφορεί στις ζέστες και να κουβαλάει μαζί του το κινητό και το μόνιμο σουγιαδάκι του για τα σκοινιά.

3 Αυγούστου 2020. Τρώμε μεσημεριανό στο σπίτι μου και βρίσκεται πραγματικά στην καλύτερη κατάσταση που τον θυμάμαι τα τελευταία 4 χρόνια. 80 ετών, με βερμούδα, με διάθεση για χαβαλέ, με ιστορίες από τα παλιά στον 14χρονο εγγονό Νότη, με βιντεοκλήση με την 12χρονη εγγονή Ελένη. Και με κράξιμο από εμένα πριν, όσο πλησιάζαμε στο σπίτι μου, καθώς μόλις του φώναξα να προσέξει ένα ψηλό σκαλοπάτι, επέλεξε (θυμίζω, με το ασταθές πλέον βάδισμά του) να το κατέβει με αλματάκι και να μου απαντήσει κοροϊδεύοντας «δεν έχω ανάγκη».

4 Αυγούστου 2020. Βρίσκομαι σε επαγγελματικό ραντεβού, όταν χτυπάει το κινητό μου και ακούω την αδερφή μου μέσα στον τρόμο και τα κλάματα «Ανδρέα έλα γρήγορα, κάνουν στον μπαμπά ΚΑΡΠΑ γιατί μάλλον πνίγηκε». Λεπτά αγωνίας, θολών εικόνων απ’ το παρμπρίζ του αυτοκινήτου και εσωτερικής παράλογης αξιολόγησης της κατάστασης στην οποία το θυμικό προσπαθεί να πείσει, ή μάλλον να ξεγελάσει, ότι no news = good news όσο δεν χτυπάει το τηλέφωνο. Και τέλος άφιξη στον Ναυτικό Όμιλο όπου η εικόνα των τριγύρω προσώπων τα μαρτυράει όλα.

Τι έγινε;


Κύπελλο Βορείου Αιγαίου 2020 εις μνήμην του επίτιμου προέδρου και πολύ φίλου του, Σταύρου Κωνσταντινίδη. Ο Νότης Μπατσής αποφάσισε να αγωνιστεί. Ξεκίνησε με το πλήρωμά του για τον αγώνα, όταν ξαφνικά μπλέχτηκε ένα σκοινί στην προπέλα του σκάφους. Και στα 80 του, ένας άνθρωπος ο οποίος μέσα στο δικό του θυμικό επέστρεφε πλέον στα 55 του, ξεντύθηκε και βούτηξε με το μαγιό του να ξεμπλέξει το σκοινί, πριν προλάβει κάποιος να τον συγκρατήσει. Ξέμπλεξε το σκοινί, αρνήθηκε να τον τραβήξουν επάνω και πρόσταξε το πλήρωμά του να του κατεβάσουν τη σκάλα για να ανέβει μόνος του, δεν τα κατάφερε με την πρώτη, και ξαφνικά οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν και πνίγηκε.

Για μια ακόμη φορά, μου φαίνεται αδιανόητο αυτό που πήγε και έκανε ο πατέρας μου. Γνωρίζω ότι είμαι ο μόνος που θα τον είχε εμποδίσει ή στη συνέχεια ανεβάσει πάνω δια της βίας αν βρισκόμουν εκεί. Αλλά δυστυχώς, όλους τους άλλους «τους είχε». Είπαμε, υπέρμετρος σεβασμός, κάθε φορά που ύψωνε τη φωνή του μαζί με το φρύδι του. Ο οποίος σεβασμός όμως σ’ εμένα είχε πάντοτε και όρια. Είχε κόφτες. Αν είναι κάτι που θα του χρωστάω για πάντα, είναι το γεγονός ότι μου έμαθε από μικρό ότι μπορώ να τον αμφισβητήσω. Όχι μόνο μπορώ να αμφισβητώ οποιονδήποτε παραλογισμό αλλά ακόμα και τους δικούς του.

Απ’ την οργή στη γαλήνη, μέσα σε δευτερόλεπτα…


Κυρίαρχο συναίσθημα τις πρώτες ώρες η οργή. Τι μαλακία πήγε και έκανε; Πώς μπόρεσε, στα 80 του, τη στιγμή που τον κούραζε ακόμα και το περπάτημα για 500 μέτρα, να βουτήξει στη θάλασσα πάνω από το σκάφος; Πώς μπόρεσε να προσπεράσει τόσο γρήγορα το ένστικτο της αυτοπροστασίας που είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια. Πώς δεν φοβήθηκε;

Και τότε με χτύπησε μια αλήθεια την οποία κουβαλάω εδώ και χρόνια μέσα μου. Ο άνθρωπος παίρνει την κάτω βόλτα όταν σταματάει να γυαλίζει το μάτι του! Και η έκπληξή μου υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη, μόλις βγήκα για λίγο από τον εαυτό μου και κοίταξα νοερά πίσω από τα δικά του μάτια. Γιατί πήγε και εφάρμοσε ακριβώς αυτό για το οποίο είχα γράψει από το 2017, έστω κι αν δεν το διάβασε ποτέ.

Το παραθέτω ευθύς αμέσως.

Η Πλάνη του Απόλυτου Πλάνου


Που πρέπει να ισορροπεί η ζυγαριά μεταξύ πλάνου και εγρήγορσης;

Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας να καταστρώνουμε σχέδια και να προσδοκάμε αποτελέσματα. Αρχικά λιγότερο, μιας και χωρίς χαλινάρια, μα στη συνέχεια περισσότερο. Σχεδιάζουμε, ξανασχεδιάζουμε και συνεχίζουμε να σχεδιάζουμε έως ότου ο σχεδιασμός γίνεται σταδιακά η δεύτερή μας φύση, κάπου εκεί μετά τα 30 και κάτι. Θέλουμε τον χάρτη του μέλλοντός μας στρωμένο μπροστά στα μάτια μας. Και έτσι, χάνοντας την τριβή με το απρόσμενο, καταλήγουμε να ζούμε μέσα σε έναν διαρκή τρόμο, κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με στόχους που πηγάζουν από επιθυμίες (και όχι από ανάγκες), αν πρώτα δεν διαθέτουμε ένα πλάνο επίτευξης αυτών των στόχων και έναν λεπτομερή οδηγό για το τι να περιμένουμε στη συνέχεια. Το αποτέλεσμα; Θλιβερό. Καταλήγουμε να υποβαθμίζουμε τις μεγαλύτερες και ιδίως τις απροσδόκητες επιθυμίες μας, μετατρέποντάς τες σε αδιάφορα σημεία πάνω στη χρονογραμμή της ζωής μας, όπου η σημαντικότητά τους χάνεται μέσα στο θόρυβο της σημαντικότητας των αναρίθμητων "πως", "πότε", "πρέπει" και "μετά". Και αναβάλλουμε διαρκώς.

Για την ακρίβεια, εθιζόμαστε τόσο πολύ στο σχεδιασμό ώστε καταστρώνουμε σχέδια ακόμα και σε έξωθεν επιβεβλημένους στόχους.

- Έξωθεν επιβεβλημένοι στόχοι; Δηλαδή;
- Η χρήση της λέξης "στόχος" εδώ αποτελεί ευφημισμό. Μιλάμε για καταστάσεις τις οποίες δεν ελέγχουμε αλλά θα τις συναντήσουμε αναγκαστικά. Όπως ο θάνατος! Και άσε να σου εξηγήσω τι εννοώ με την παρακάτω μίνι αφήγηση.

Παράλληλες Ιστορίες


Δύο παράλληλες ιστορίες εκτυλίσσονται μέσα σε μια εξαιρετικά συμπυκνωμένη εκδοχή του χρόνου. Οι δύο ιστορίες έχουν κοινή αρχή.

Έξωθεν επιβεβλημένος στόχος; Η θάλασσα. Εκεί πρέπει να καταλήξουμε.

ΚΟΙΝΗ ΑΡΧΗ

Ένα αγόρι ξεκινά την πορεία του, ακολουθώντας ένα μονοπάτι, στους πρόποδες ενός βουνού, και προοδευτικά χάνεται ανάμεσα στα δέντρα. Είναι πολύ δύσκολο να τον εντοπίσεις καθώς κινείται ανάμεσα σε όλον αυτόν τον πράσινο-γκρι θόρυβο. Όντας πλέον στο μέσο της διαδρομής του και έχοντας αφήσει πίσω του τα δέντρα και μέρος της νιότης του, ο νεαρός άνδρας συνεχίζει να ανηφορίζει, βαδίζοντας αποφασιστικά μέσα στο ολοένα και πιο άγριο τοπίο. Αυτήν τη φορά δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διακρίνεις την αποφασιστικά κινούμενη φιγούρα ανάμεσα στα βράχια και τους θάμνους.

ΙΣΤΟΡΙΑ 1

Πλησιάζει πλέον προς την κορυφογραμμή. Και ύστερα από λίγο ένας, με φανερά τα σημάδια του χρόνου πάνω του, αλλά ακούραστος και ατρόμητος άνδρας, κάνει τα τελευταία του βήματα πατώντας επιτέλους την κορυφή του κόσμου. Μια επιβλητική και σκοτεινή μορφή σε έντονη αντίθεση με το χιονόλευκο έδαφος και το γαλάζιο του ουρανού. Βρίσκεται εκεί που πάντα επιθυμούσε. Ανέκαθεν ήθελε να μάθει πως είναι και τώρα γνωρίζει. Στέκεται όρθιος πάνω στο απόγειο του ενθουσιασμού με κομμένη την ανάσα. Και ξαφνικά η πτώση. Βρίσκεται να πέφτει από τον πλέον απότομο και ψηλό γκρεμό που θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Κινείται προς τα κάτω με απίστευτη ταχύτητα και το μόνο πράγμα που φτάνει στα μάτια του είναι η θολή μετατόπιση προς το ιώδες, καθώς πλησιάζει την επιφάνεια της θάλασσας. Διαρκεί μετά βίας μερικά δευτερόλεπτα. Σφοδρή βουτιά και κάτω από το νερό. Ανυπαρξία. Και τέλος της ιστορίας.

ΙΣΤΟΡΙΑ 2

Μπορεί να διακρίνει πια την κορυφή μπροστά του. Πλησιάζει στο απόλυτο. Έχει όμως ήδη αρκετή ώρα που περπατάει στο ανοικτό πεδίο, εκεί όπου ενδέχεται να παραμονεύουν εχθρικά μάτια. Φαίνεται να αποτελεί εύκολο στόχο και η εξέλιξη έχει αρχίσει να τον τρομάζει. Επιπλέον, η κορυφή βρίσκεται πολύ ψηλά και τόσο μακριά, κατακόρυφα μιλώντας, από τον τελικό προορισμό της θάλασσας. Τι βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου; Ίσως η ανείπωτη χαρά της συνάντησης με το θεϊκό. Ίσως. Το ερώτημα όμως παραμένει. Χρειάζεται να το ανακαλύψει κανείς; Γιατί να μπεις στη διαδικασία να ξεχωρίσεις τόσο πολύ; Ούτως ή άλλως, και σε περίπτωση που σου διαφεύγει, δεν μπορείς να αποφύγεις τη συνάντηση με τη θάλασσα. Ο άνδρας αλλάζει πορεία και πηγαίνει αριστερά. Εκεί υπάρχει ένα απροσδιόριστα γνώριμο μονοπάτι το οποίο κατηφορίζει και οδηγεί σε ένα άλλο δάσος. Έχει ξαναπερπατήσει ανάμεσα στα δέντρα νωρίτερα, όσο ήταν νεότερος. Και αφού το έχει ξανακάνει κάποτε, μπορεί να το επαναλάβει για μια ακόμη φορά. Και να τος τώρα, ένας καταπονημένος αλλά ψυχικά ανάλαφρος ηλικιωμένος άνδρας, κινείται και πάλι ανάμεσα στον πράσινο-γκρι θόρυβο των φύλλων και των δέντρων. Είναι ήρεμος. Ο χρόνος δεν δίνει δεκάρα για την ιστορία του. Κι όμως, ο χρόνος φαίνεται να επιβραδύνει. Τελευταία βήματα. Άμμος. Και στη συνέχεια αλμυρό νερό. Κάτω από το νερό. Ανυπαρξία. Και τέλος της ιστορίας.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Διάρκεια Ιστορίας 1 = Διάρκεια Ιστορίας 2

Η Πλάνη


Βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ότι όλα τα πράγματα έχουν ένα απροσπέλαστο τέλος. Η ζωή τελειώνει κάποτε και θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά να εξομαλύνουμε την όλη διαδικασία. Πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα. Και έτσι προπονούμαστε ασυναίσθητα ολοένα και περισσότερο σε μια διαβίωση μακριά από καταστάσεις ενθουσιασμού και έκστασης για έναν και μόνο έναν λόγο. Για να αποφύγουμε τον αβάσταχτο πόνο της αναχώρησης από μια ζωή την οποία θα λατρεύουμε. Τον φοβόμαστε αυτόν τον πόνο. Θέλουμε να είναι ανώδυνο και όχι ξαφνικό. Πρέπει να υπάρχει μια προσεκτικά σχεδιασμένη διαδρομή προς την αναπόφευκτη παρακμή μας, με ένα ξεκάθαρο πλάνο πριν και ένα διαρκές ταξίδι μετά. Επαναλαμβάνω. Ένα ξεκάθαρο πλάνο προς το τέλος και ένα διαρκές ταξίδι μετά την πινακίδα για το "δεν υπάρχει μετά". Για ποιον λόγο να έχουμε να διαχειριστούμε ένα τέλος; Καλύτερα ένας φιλικός αποχαιρετισμός. Σκεφτείτε το λιγάκι. Ευθυγραμμιζόμαστε προοδευτικά με την ιδέα ότι δεν θα χρειαστεί καν να πεθάνουμε. Απλώς θα αναχωρήσουμε για το τελευταίο μας ταξίδι!

Και επιλέγουμε την Ιστορία 2.

Φόβε γαμήσου. Δεν άκουσα λέξη απ’ όσα είπες.

Επιλέγω την Ιστορία 1.

Νότης Μπατσής

Ιστιοπλοΐα, θάλασσα, De Mar A Mar, Ναυτικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, βουτιά. Όλα μαζί χτες. Διήρκεσε μετά βίας μερικά δευτερόλεπτα.

Φόβε γαμήσου. Δεν άκουσα λέξη απ’ όσα είπες.

Όσο κι αν θα μου λείψει, όσο κι αν του οφείλω τόσο πολλά για το ποιος πραγματικά είμαι σήμερα, δεν μπορώ παρά να θαυμάσω την έξοδο. Είναι ακριβώς η έξοδος που περιέγραψα. Και αντικατέστησε σε δευτερόλεπτά την ύπαρξή του με την τόσο χαρακτηριστική φωτογραφία που κυκλοφορεί από χτες στα site και τα κοινωνικά δίκτυα!

Ο Νότης Μπατσής

Αντί Επιλόγου

Μην έρθετε στην κηδεία. Ναι, το εννοώ. Αν η τυπική παραίνεση «να τον θυμάστε με τις καλύτερες αναμνήσεις» δεν είναι και τόσο τυπική, και αν σεβαστήκατε κάποτε τον ορθολογισμό του, μην μπείτε στη διαδικασία να συγχρωτιστείτε εν μέσω πανδημίας για να αντικρίσετε μια επίπονη ανάμνηση ενός ανθρώπου που δεν ζει. Ειδικά αν είσαστε και αρνητές της μάσκας, θέλω να γνωρίζετε ότι δεν θα το εκτιμούσε καθόλου.

Σας υπόσχομαι ότι θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με πολύ καλύτερες συνθήκες όλες τις καλές αναμνήσεις, τις ανέκδοτες ιστορίες και την στραβοξυλιά του. Ειδικά την τελευταία, πόσο χαίρομαι που την κληρονόμησα!



Share: